- ηλεκτροθετικός
- -ή, -όφυσ.1. αυτός που είναι φορτισμένος με θετικό ηλεκτρισμό2. ο χαρακτηρισμός τού πόλου γαλβανικού στοιχείου ο οποίος παρέχει θετικό ηλεκτρισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. electropositive < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + positive «θετικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.